Παραδοσιακά Ποιήματα
Χώμα ελληνικό (Από την Αναστασία Κορωναίου)
Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα
Και θα ζούμε μήνες χρόνια χωρισμένοι
Άφησε να πάρω κάτι κι από σένα
Γαλανή πατρίδα πολυαγαπημένη
Όλοι όσοι ήρθαν, πριν να φύγουν πάλι,
όλοι κάτι πήραν για να σε θυμούνται.
Πήρανε οι Άγγλοι, πήρανε κι οι Γάλλοι,
Τι και πόσα πήραν ούτε που μετριούνται.
Οι Αμερικάνοι παίρνουν, παίρνουνε ακόμα
μ’ έναν τρόπο δικαιωματικό
κι έτσι όπως πάμε δε θα μείνει χώμα
απ’ αυτό που λέμε χώμα ελληνικό.
Και θα ζούμε μήνες χρόνια χωρισμένοι
Άφησε να πάρω κάτι κι από σένα
Γαλανή πατρίδα πολυαγαπημένη
Όλοι όσοι ήρθαν, πριν να φύγουν πάλι,
όλοι κάτι πήραν για να σε θυμούνται.
Πήρανε οι Άγγλοι, πήρανε κι οι Γάλλοι,
Τι και πόσα πήραν ούτε που μετριούνται.
Οι Αμερικάνοι παίρνουν, παίρνουνε ακόμα
μ’ έναν τρόπο δικαιωματικό
κι έτσι όπως πάμε δε θα μείνει χώμα
απ’ αυτό που λέμε χώμα ελληνικό.
Γεώργιος
Δροσίνης

Αν βουληθώ να σ’ αρνηθώ(Από την Μαρία-Ειρήνη Κανακάκη)
Αν βουληθω, αν βουληθω
να σ' αρνηθώ
να σ' απολησμονησω
να μην εβρω νερό να πιω
μη ρούχο να φορέσω
Αν βουληθω, αν βουληθω
να σ'αρνηθώ
να σ' απολησμονησω
να μην μπορώ φιλί να βρω
μη δάκρυ να δακρύσω!
Μίμης Πλέσσας

Λήθη (Από την Αργυρώ Καλλία & την Ελευθερία Κόλλια)
Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε
τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσει
ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.
τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσει
ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.
Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνε
στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση·
μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει,
ἂ στάξει γι᾿ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.
Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται.
Διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδύλι,
πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.
Ἂ δὲ μπορεῖς παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δείλι,
τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν:
Θέλουν μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.
στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση·
μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει,
ἂ στάξει γι᾿ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.
Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται.
Διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδύλι,
πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.
Ἂ δὲ μπορεῖς παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δείλι,
τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν:
Θέλουν μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.
Λορέντζος Μαβίλης

Καλλιπάτειρα (Από την Εύη Κυριακάκη)
«Ἀρχόντισσα Ροδίτισσα, πῶς μπῆκες;
Γυναῖκες διώχνει μιὰ συνήθεια ἀρχαία
ἐδῶθε.» «Ἔχω ἕνα ἀνίψι, τὸν Εὐκλέα,
τρία ἀδέρφια, γιό, πατέρα, Ὀλυμπιονίκες·
νὰ μὲ ἀφήσετε πρέπει, Ἑλλανοδίκες,
κι ἐγὼ νὰ καμαρώσω μὲς τὰ ὡραῖα
κορμιά, ποὺ γιὰ τὸ ἀγρίλι τοῦ Ἡρακλέα
παλεύουν, θαυμαστὲς ψυχὲς ἀντρίκειες.
Μὲ τὲς ἄλλες γυναῖκες δὲν εἶμ᾿ ὅμοια·
στὸν αἰῶνα τὸ σόι μου θὰ φαντάζει
μὲ τῆς ἀντρειᾶς τ᾿ ἀμάραντα προνόμια·
μὲ μάλαμα γραμμένο τὸ δοξάζει
σὲ ἀστραφτερὸ κατεβατὸ μαρμάρου
ὕμνος χρυσός, τοῦ ἀθάνατου Πινδάρου.»
Γυναῖκες διώχνει μιὰ συνήθεια ἀρχαία
ἐδῶθε.» «Ἔχω ἕνα ἀνίψι, τὸν Εὐκλέα,
τρία ἀδέρφια, γιό, πατέρα, Ὀλυμπιονίκες·
νὰ μὲ ἀφήσετε πρέπει, Ἑλλανοδίκες,
κι ἐγὼ νὰ καμαρώσω μὲς τὰ ὡραῖα
κορμιά, ποὺ γιὰ τὸ ἀγρίλι τοῦ Ἡρακλέα
παλεύουν, θαυμαστὲς ψυχὲς ἀντρίκειες.
Μὲ τὲς ἄλλες γυναῖκες δὲν εἶμ᾿ ὅμοια·
στὸν αἰῶνα τὸ σόι μου θὰ φαντάζει
μὲ τῆς ἀντρειᾶς τ᾿ ἀμάραντα προνόμια·
μὲ μάλαμα γραμμένο τὸ δοξάζει
σὲ ἀστραφτερὸ κατεβατὸ μαρμάρου
ὕμνος χρυσός, τοῦ ἀθάνατου Πινδάρου.»
Λορέντζος Μαβίλης

Στη Δημοτική (Από την Παναγιώτα-Κασσάνδρα Κασίμη)
|
Είσ΄ έμορφη, σεμνή χωριατοπούλα
και στον ανθό της νιότης λουλουδίζεις,
δροσερή και γελούμενη ροδίζεις
όπως στον ουρανό ροδίζ΄ η αυγούλα.
Καθώς μες το τριαντάφυλλο η δροσούλα
όμοια λάμπει το δάκρυ σου αν δακρύζεις.
Σα νύφη στο χορό γλυκογυρίζεις,
και καμαρώνεις σαν βασιλοπούλα.
Όλοι αντάμ΄ ας φιλούν οι άλλοι μία
γριά φτιασιδωμένη, άσχημη, κρύα,
που κλαίει τα μαραμένα της τα νιάτα.
Εγώ σέν΄ αγαπώ, σέν΄ αγκαλιάζω.
Αν τη φωνή σου ακούσω αναγαλλιάζω,
λυώνομαι στα φιλιά σου τα δροσάτα.
|
Λορέντζος Μαβίλης
Παραδοσιακό τραγούδι Πελοποννήσου (Από την Βάσια Κουμπή)
Ας παν να ιδούν τα μάτια μου
πως τα περνάει η αγάπη μου
μην ηύρε αλλού και αγάπησε
και μένα μ' απαράτησε
Ποιός το 'πε δεντρουλάκι μου
δε σ'αγαπώ πουλί, πουλάκι μου
Αν στο'πε ο ήλιος να μη βγει
τ' αστρί να μην ξημερωθεί

Παραδοσιακό τραγούδι Πελοποννήσου (Από την Βάσια Κουμπή)
Ας παν να ιδούν τα μάτια μου
πως τα περνάει η αγάπη μου
μην ηύρε αλλού και αγάπησε
και μένα μ' απαράτησε
Ποιός το 'πε δεντρουλάκι μου
δε σ'αγαπώ πουλί, πουλάκι μου
Αν στο'πε ο ήλιος να μη βγει
τ' αστρί να μην ξημερωθεί
Νεωτερικά Ποιήματα
Νυχτερινό υφαντούργημα (Από την Αναστασία Κορωναίου)
Των κρίνων φλοίσβος που γυμνώνει τ’αυτιά και
διασκορπίζεται
Νιώθω στους ώμους της ζωής το σκίρτημα που βιάζεται ν’αλλάξει το έργο
Νιότη που θέλει άλλη μια ευκαιρία αιωνιότητας
Και στην εύνοια των ανέμων ρίχνει το κεφάλι της
αδιαφορώντας
Δόθηκαν τα φτερά σε δευτερόλεπτα
Φεύγει ο κόσμος, άλλος δεν έρχεται, στην παλάμη του
διαβάζει ρόδα και γιορτές
Μια χλωρή παρουσία προχωράει στις ρίζες της και αποκτάει
τη μέρα
Σα καρδιά που μπαίνει πια στη θέση της
Σα γυναίκα που νιώθει πια τα νιάτα της
Και χαρίζει ανοίγοντας τους κόσμους των ματιών της ηδονή
ανεξάντλητη.
(διασκευή) Οι κλεψύδρες του αγνώστου (στ’)
Οδυσσέας Ελύτης
Τα δώρα (Από την Αργυρώ Καλλία)
Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ” αγαπούν
μια γυναίκα μού χαμογέλασε
ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί
Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ” αγαπούν
μια γυναίκα μού χαμογέλασε
ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί
Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό
Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής
τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής
Μίλτος Σαχτούρης

Η ομίχλη του μεσημεριού (Από την Μαρία-Ειρήνη Κανακάκη)
Πονώ γιατί πέρασε μεσ' απ' την καρδιά μου ένα μεγάλο αγκάθι
σπρωγμενο με τόση άνεση από
δαχτυλα που αγαπησα χωρίς ελπίδα
δίχως σύνεση και τώρα πια δεν έχω
λόγια να σκεπασω τούτη την πληγή
φωνές για να την κρυψω.
Γιατί, δε θέλω, δεν μπορώ, δεν
καταδέχομαι, όσα έζησα
τώρα μονάχα ποίηση νά' ναι.
Βύρων Λεονταρης(Από τη συλλογή, Η ομίχλη του μεσημεριού (1959)

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα (Από την Εύη Κυριακάκη)
Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,
για ποιές αγάπες,
για ποιό ταξίδι ονειρευτό.
Κώστας Καρυωτάκης
Το Μονόγραμμα (Από την Παναγιώτα-Κασσάνδρα Κασίμη)
Σ” αγαπάω μ” ακούς;
Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς
και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.
Για τα «πίστεψέ με» και τα «μη.»
Μια στον αέρα μια στη μουσική,
εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω
κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.
Έτσι μιλώ για “σένα και για “μένα..
Επειδή σ” αγαπάω και στην αγάπη
ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος
από παντού, για “σένα
μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη.
Αποκοιμισμένο, να φυσάω να σε πηγαίνω παντού,
σ” έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις,
πως φιλάς, πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε.»
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.
Πάντα εσύ τ” αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι,
πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.
Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.
Επειδή σ' αγαπάω και σ'αγαπάω.
Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς
και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.
Για τα «πίστεψέ με» και τα «μη.»
Μια στον αέρα μια στη μουσική,
εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω
κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.
Έτσι μιλώ για “σένα και για “μένα..
Επειδή σ” αγαπάω και στην αγάπη
ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος
από παντού, για “σένα
μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη.
Αποκοιμισμένο, να φυσάω να σε πηγαίνω παντού,
σ” έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις,
πως φιλάς, πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε.»
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.
Πάντα εσύ τ” αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι,
πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.
Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.
Επειδή σ' αγαπάω και σ'αγαπάω.
Οδυσσέας Ελύτης

Δε σ'αγαπώ (Από την Βάσια Κουμπή)
Δε σ'αγαπώ σαν να 'σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,
σαίτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:
σ'αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά μεσ' από την ψυχή και τον ίσκιο
Σ'αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδοφώς όλο,
και ζει απ' τον έρωτα σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ' άρωμα που σφιγμένο μ' ανέβηκε απ' το χώμα.
Σ' αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από που και πότε,
σ'αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνεια:
σ'αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ' άλλον τρόπο,
παρά μ' ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σαν δικό μου,
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια.
Πάμπλο Νερούντα
No comments:
Post a Comment